χρωμόσφαιρα — η το στρώμα της ηλιακής ατμόσφαιρας που βρίσκεται μεταξύ της απορροφητικής στιβάδας και του στέμματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ραδιοαστρονομία — Κλάδος της αστρονομίας, που ασχολείται με τη μελέτη των ηλεκτρομαγνητικών ακτινοβολιών, οι οποίες εκπέμπονται στη συχνότητα των ραδιοκυμάτων από τον Ήλιο, τους αστέρες και τη διαστρική ύλη και που μπορούν να γίνουν αντιληπτές με ραδιοφωνικούς… … Dictionary of Greek
χρωμοσφαιρικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χρωμόσφαιρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chromospheric < chromosphere (βλ. λ. χρωμόσφαιρα). Το επίθ. μαρτυρείται από το 1890 στο περιοδικό Προμηθεύς] … Dictionary of Greek
εκλάμψεις — (Αστρον.). Χαρακτηριστικό φαινόμενο, αποτέλεσμα της δραστηριότητας της ηλιακής χρωμόσφαιρας. Οι ε. ή χρωμοσφαιρικές εκρήξεις είναι φωτεινά συγκροτήματα που εμφανίζονται ξαφνικά, αλλά παροδικά, στον ηλιακό δίσκο, στο κεντρικό μέρος ομάδας κηλίδων… … Dictionary of Greek
ηλιακό στέμμα — Η εξώτερη στιβάδα της ηλιακής ατμόσφαιρας, αμέσως μετά τη χρωμόσφαιρα. Είναι το αραιότερο τμήμα όλου το αερίου περιβλήματος του Ήλιου. Το η.σ. γίνεται ορατό μόνο κατά τις ολικές εκλείψεις του Ήλιου –όταν δηλαδή η Σελήνη επισκιάζει τελείως τον… … Dictionary of Greek
Χάλε, Τζορτζ Έλερι — (Hale, Σικάγο 1868 – Πασαντένα, Καλιφόρνιας 1938). Αμερικανός αστρονόμος, εφευρέτης του φασματοκλιογράφου. Βοηθός (1892 97) και μετά καθηγητής στην έδρα Αστροφυσικής (1897 – 1905) του πανεπιστημίου του Σικάγου, οργάνωσε 3 μεγάλα αστεροσκοπεία:… … Dictionary of Greek